ανάγερτος

ανάγερτος
η , ο , ανάγερτός, ή , ό
1) наклонный; покатый; наклонённый; 2) прилёгший (отдохнуть)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάγερτος" в других словарях:

  • ανάγερτος — ανάγερτος, η, ο και ανάγειρτος, η, ο ο πρόχειρα ξαπλωμένος για ανάπαυση: Δεν κοιμάται, ανάγερτος είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγερτός — και αναγειρτός, ή, ό 1. αυτός που κλίνει ελαφρά προς τα κάτω, ο επικλινής 2. ο ελαφρά ξαπλωμένος ή γερμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω. ΠΑΡ. ανάγερτα] …   Dictionary of Greek

  • ανάγερτα — επίρρ. [αναγερτός] ανάδιπλα, ανάποδα οξύτ. αναγερτά γερτά, πλαγιαστά …   Dictionary of Greek

  • αναγέρνω — Ι. (μτβ.) 1. σηκώνω επάνω, ανυψώνω 2. ανασκάπτω 3. ανακατώνω, ερευνώ ΙΙ. (αμτβ.) 1. ανασηκώνομαι λίγο ενώ προηγουμένως ήμουν ξαπλωμένος 2. κλίνω ελαφρώς προς τα κάτω ή προς τα πίσω 3. ξαπλώνω πρόχειρα, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀνεγείρω.… …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρτος — η, ο λανθασμένη γραφή του ανάγερτος ή ανάγειρτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»